κραπαταλός

κραπαταλός
κραπαταλός και κραπαταλλός και κραπάταλος, ὁ (Α)
1. είδος ευτελούς ψαριού
2. είδος ζυμαρικού
3. μωρός, ανόητος
4. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Κραπαταλοί
τίτλος κωμωδίας τού Φερεκράτους, στην οποία ο συγγραφέας λέγει ότι ο κραπαταλός χρησιμοποιείται αντί δραχμής στον Άδη
5. είδος λεπτού νομίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ. τού προφορικού λόγου σχηματισμένη με το επίθημα -αλός (πρβλ. ομφ-αλός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κραπαταλίας — κραπαταλίας, ὁ (Α) [κραπαταλός] επιπόλαιος, ανόητος …   Dictionary of Greek

  • Φερεκράτης — Αθηναίος ηθοποιός και κωμωδιογράφος της αρχαίας αττικής κωμωδίας. H δράση του σημειώνεται στο δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ., λίγο πριν από τον Αριστοφάνη. Του αποδίδονται πολλές κωμωδίες, από τις οποίες οι τρεις θεωρούνται νόθες. Οι τίτλοι τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”